- κατάκριτος
- κατάκριτοςcondemnedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάκριτος — η, ο (AM κατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που έχει κατηγορηθεί, αυτός που έχει κατακριθεί («κατάκριτος ἐν τῇ πατρίδι γενόμενος ἐπὶ τῷ τεταπεινωκέναι τὴν ἀρχήν», Διόδ.) 2. αυτός εις βάρος τού οποίου έχει επιβληθεί καταδίκη νεοελλ. ο… … Dictionary of Greek
κατάκριτον — κατάκριτος condemned masc/fem acc sg κατάκριτος condemned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακριτώτερος — κατάκριτος condemned masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίτοις — κατάκριτος condemned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίτου — κατάκριτος condemned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίτους — κατάκριτος condemned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίτων — κατάκριτος condemned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρίτῳ — κατάκριτος condemned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκριτα — κατάκριτος condemned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκριτε — κατάκριτος condemned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)